κρατογενής

κρατογενής
κρᾱτο-γενής, ές,
A head-born, θεός, of Athena, Porph.Antr. 32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρατογενής — κρατογενής, ές (Α) (για την Αθηνά) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ), «κεφάλι» + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής, νυμφο γενής] …   Dictionary of Greek

  • κρατογενοῦς — κρατογενής head born masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”